βράστης: Difference between revisions
From LSJ
(7) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βράστης]], ο (Α) [[βράσσω]]<br />[[σεισμός]] με κατακόρυφες δονήσεις. | |mltxt=[[βράστης]], ο (Α) [[βράσσω]]<br />[[σεισμός]] με κατακόρυφες δονήσεις. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βράστης:''' ου ὁ вертикальное землетрясение (οἱ [[ἄνω]] ῥιπτοῦντες καὶ [[κάτω]] βράσται Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:58, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ, (βράσσω) of an earthquake,
A upheaving the earth verlically, Arist.Mu.396a3.
German (Pape)
[Seite 461] ὁ, Erschütterung, eine Art Erdbeben, οἱ ἄνω ῥιπτοῦντες καὶ κάτω κατ' ὀρθὰς γωνίας Arist. mund. 4.
Greek (Liddell-Scott)
βράστης: [ᾰ], -ου, ὁ, (βράσσω) ἐπὶ σεισμοῦ, ὁ ἀνασείων τὴν γῆν καθέτως ἐκ τῶν κάτω πρὸς τὰ ἄνω, Ἀριστ. π. Κοσμ. 4, 30· πρβλ. βρασματίας.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ 1 terremoto vertical τῶν δὲ σεισμῶν ... οἱ δὲ ἄνω ῥιπτοῦντες καὶ κάτω κατ' ὀρθὰς γωνίας βράσται Arist.Mu.396a3, cf. Lyd.Ost.53.
2 aventador dud. en PMich.Zen.53.6 (III a.C.).
Greek Monolingual
βράστης, ο (Α) βράσσω
σεισμός με κατακόρυφες δονήσεις.
Russian (Dvoretsky)
βράστης: ου ὁ вертикальное землетрясение (οἱ ἄνω ῥιπτοῦντες καὶ κάτω βράσται Arst.).