βούτας: Difference between revisions

From LSJ

ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you

Source
(7)
 
(1b)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (Α)<br /><b>βλ.</b> [[βούτης]].———————— <b>(II)</b><br />ο [[βουτώ]]<br />[[κλέφτης]], [[σφετεριστής]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (Α)<br /><b>βλ.</b> [[βούτης]].———————— <b>(II)</b><br />ο [[βουτώ]]<br />[[κλέφτης]], [[σφετεριστής]].
}}
{{elru
|elrutext='''βούτᾱς:''' ὁ дор. Eur. = [[βούτης]] II.
}}
}}

Revision as of 18:00, 31 December 2018

Greek Monolingual

(I)
ο (Α)
βλ. βούτης.———————— (II)
ο βουτώ
κλέφτης, σφετεριστής.

Russian (Dvoretsky)

βούτᾱς: ὁ дор. Eur. = βούτης II.