γλαυκόχρως: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
(big3_10)
(1b)
Line 5: Line 5:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-χροος<br />[[de color brillante]], [[verde blanquecino o grisáceo]] ᾧ ... ἀμφὶ κόμαισι βάλῃ γλαυκόχροα κόσμον ἐλαίας Pi.<i>O</i>.3.13, γλαυκόχροα θαλλὸν ἐλαίης Nonn.<i>D</i>.22.72.
|dgtxt=-χροος<br />[[de color brillante]], [[verde blanquecino o grisáceo]] ᾧ ... ἀμφὶ κόμαισι βάλῃ γλαυκόχροα κόσμον ἐλαίας Pi.<i>O</i>.3.13, γλαυκόχροα θαλλὸν ἐλαίης Nonn.<i>D</i>.22.72.
}}
{{elru
|elrutext='''γλαυκόχρως:''' οος adj. зеленоватый, светло-зеленый ([[ἐλαία]] Pind.).
}}
}}

Revision as of 18:04, 31 December 2018

English (Slater)

γλαυκόχρως
   1 grey-coloured, silver-grey cf. Leumann, Hom. Wörter, 152. γλαυκόχροα κόσμον ἐλαίας (O. 3.13) cf. Bacch. 11. 29.

Spanish (DGE)

-χροος
de color brillante, verde blanquecino o grisáceo ᾧ ... ἀμφὶ κόμαισι βάλῃ γλαυκόχροα κόσμον ἐλαίας Pi.O.3.13, γλαυκόχροα θαλλὸν ἐλαίης Nonn.D.22.72.

Russian (Dvoretsky)

γλαυκόχρως: οος adj. зеленоватый, светло-зеленый (ἐλαία Pind.).