δεκασύλλαβος: Difference between revisions

From LSJ

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120
(8)
(1b)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δεκασύλλαβος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[δέκα]] συλλαβές («δεκασύλλαβη [[λέξη]]»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[δεκασύλλαβος]]<br />[[στίχος]] που αποτελείται από [[δέκα]] συλλαβές.
|mltxt=-η, -ο (AM [[δεκασύλλαβος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[δέκα]] συλλαβές («δεκασύλλαβη [[λέξη]]»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[δεκασύλλαβος]]<br />[[στίχος]] που αποτελείται από [[δέκα]] συλλαβές.
}}
{{elru
|elrutext='''δεκασύλλᾰβος:''' стих. десятисложный.
}}
}}

Revision as of 18:20, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 543] zehnsylbig, Hephaest.

Spanish (DGE)

-ον
métr. subst. τὸ δ. decasílabo Ἀλκαϊκὸν δ. el decasílabo alcaico cláusula de la estrofa alcaica, Heph.7.8, cf. Mar.Vict.126.18, 143.21, Ἀλκμαιώνειον δ. Sch.Pi.O.14T. (pero quizá l. Ἀλκαϊκόν, cf. ap. crít.).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δεκασύλλαβος, -ον)
1. αυτός που έχει δέκα συλλαβές («δεκασύλλαβη λέξη»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο δεκασύλλαβος
στίχος που αποτελείται από δέκα συλλαβές.

Russian (Dvoretsky)

δεκασύλλᾰβος: стих. десятисложный.