διέσσυτο: Difference between revisions
From LSJ
Ῥοπή ‘στιν ἡμῶν ὁ βίος, ὥσπερ ὁ ζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht
(4) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διέσσῠτο:''' γʹ ενικ. Επικ. αορ. βʹ του [[διασεύομαι]]. | |lsmtext='''διέσσῠτο:''' γʹ ενικ. Επικ. αορ. βʹ του [[διασεύομαι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διέσσῠτο:''' Hom. 3 л. sing. aor. к [[διασεύομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:40, 31 December 2018
English (LSJ)
v. sub διασεύομαι.
Greek (Liddell-Scott)
διέσσῠτο: ἴδε ἐν λ. διασεύω.
French (Bailly abrégé)
v. διασεύομαι.
English (Autenrieth)
see διασεύομαι.
Greek Monotonic
διέσσῠτο: γʹ ενικ. Επικ. αορ. βʹ του διασεύομαι.
Russian (Dvoretsky)
διέσσῠτο: Hom. 3 л. sing. aor. к διασεύομαι.