διενοχλέω: Difference between revisions
ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
(big3_11) |
(1b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[molestar]], [[importunar insistentemente]] c. dat. de pers. σοί Aeschin.<i>Ep</i>.2.2, παυσάμενοι τοῦ σοι δ. Ph.2.590, αὐτοῖς I.<i>AI</i> 14.230, τοῖς ἀνδράσι D.P.<i>Au</i>.2.8, αὐτῷ Aesop.220, Aristaenet.1.5.16, ὁ κεραμεὺς καθ' ἧς ἡμέρας διενοχλεῖ μοι <i>SB</i> 7330.11 (II d.C.), cf. <i>PBremen</i> 61.26 (II d.C.), τῇ μείζονι ἐξουσίᾳ ... περὶ τούτου <i>POxy</i>.3981.20 (III d.C.)<br /><b class="num">•</b>c. ac. de pers. o ref. a pers. πολλά με διενόχλησεν <i>SB</i> 9483.7 (II d.C.), νόσος ... τὰς ἐκκλησίας ... διενοχλοῦσα Eus.<i>VC</i> 3.5.1, αὐτοὺς ἡσυχίας ἐρῶντας Soz.<i>HE</i> 6.20.1, ἐνεδρευταὶ καὶ λῃσταὶ γῆν διενοχλοῦσι καὶ θάλασσαν Gr.Nyss.<i>Usur</i>.M.46.452A, c. ac. predic. ἐκεῖνον ... διενοχλοῦντα ἔπαυσεν puso fin a sus impertinencias</i> Luc.<i>Symp</i>.14, en v. pas. πάθει τινὶ διενοχλουμένοις <i>Clem.Epit</i>.A 21.6<br /><b class="num">•</b>abs. εἰ μέλλοι μὴ διενοχλήσειν Them.<i>Or</i>.11.149a.<br /><b class="num">2</b> [[apremiar]], [[requerir con insistencia]] c. ac. de pers. πρὶν ἂν ... αὐτὴ διενοχλήσειε τὸν ἄνδρα στέλλουσα γράμματα antes de que ella apremie a su marido mandándole cartas</i> Iust.<i>Nou</i>.22.14, en v. pas., ref. pers. acosadas por el fisco διενοχλούμενος ... ὑπὸ τῶν πρακτόρων [[ἕνεκα]] ἐπιβολῆς <i>BGU</i> 830.8 (I d.C.), cf. <i>PHeid</i>.297.32 (II d.C.), διενοχλοῦμαι ὑπὸ τοῦ δεκαπρώτου, μέλλω [γὰρ ἐν] κλεισθῆναι <i>POxy</i>.2789.5 (III d.C.). | |dgtxt=<b class="num">1</b> [[molestar]], [[importunar insistentemente]] c. dat. de pers. σοί Aeschin.<i>Ep</i>.2.2, παυσάμενοι τοῦ σοι δ. Ph.2.590, αὐτοῖς I.<i>AI</i> 14.230, τοῖς ἀνδράσι D.P.<i>Au</i>.2.8, αὐτῷ Aesop.220, Aristaenet.1.5.16, ὁ κεραμεὺς καθ' ἧς ἡμέρας διενοχλεῖ μοι <i>SB</i> 7330.11 (II d.C.), cf. <i>PBremen</i> 61.26 (II d.C.), τῇ μείζονι ἐξουσίᾳ ... περὶ τούτου <i>POxy</i>.3981.20 (III d.C.)<br /><b class="num">•</b>c. ac. de pers. o ref. a pers. πολλά με διενόχλησεν <i>SB</i> 9483.7 (II d.C.), νόσος ... τὰς ἐκκλησίας ... διενοχλοῦσα Eus.<i>VC</i> 3.5.1, αὐτοὺς ἡσυχίας ἐρῶντας Soz.<i>HE</i> 6.20.1, ἐνεδρευταὶ καὶ λῃσταὶ γῆν διενοχλοῦσι καὶ θάλασσαν Gr.Nyss.<i>Usur</i>.M.46.452A, c. ac. predic. ἐκεῖνον ... διενοχλοῦντα ἔπαυσεν puso fin a sus impertinencias</i> Luc.<i>Symp</i>.14, en v. pas. πάθει τινὶ διενοχλουμένοις <i>Clem.Epit</i>.A 21.6<br /><b class="num">•</b>abs. εἰ μέλλοι μὴ διενοχλήσειν Them.<i>Or</i>.11.149a.<br /><b class="num">2</b> [[apremiar]], [[requerir con insistencia]] c. ac. de pers. πρὶν ἂν ... αὐτὴ διενοχλήσειε τὸν ἄνδρα στέλλουσα γράμματα antes de que ella apremie a su marido mandándole cartas</i> Iust.<i>Nou</i>.22.14, en v. pas., ref. pers. acosadas por el fisco διενοχλούμενος ... ὑπὸ τῶν πρακτόρων [[ἕνεκα]] ἐπιβολῆς <i>BGU</i> 830.8 (I d.C.), cf. <i>PHeid</i>.297.32 (II d.C.), διενοχλοῦμαι ὑπὸ τοῦ δεκαπρώτου, μέλλω [γὰρ ἐν] κλεισθῆναι <i>POxy</i>.2789.5 (III d.C.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διενοχλέω:''' докучать, надоедать, мучить (τινα Dem.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:44, 31 December 2018
English (LSJ)
A annoy, τινί Ph.2.590, J.AJ9.3.1 (v.l.), Aristaenet.1.5: abs., Luc.Symp.14:—Pass., ὑπὸ τῶν πρακτόρων BGU830.8 (i A. D.).
German (Pape)
[Seite 619] fortwährend, sehr lästig fallen, τινά, Dem. 19, 329; Sp. oft τινί.
Greek (Liddell-Scott)
διενοχλέω: πολὺ ἐνοχλῶ, Διον. Ἁλ. 5. 9· τινι Ἰώσηπ. Ι. Α. 9. 3, 1, κτλ.
Spanish (DGE)
1 molestar, importunar insistentemente c. dat. de pers. σοί Aeschin.Ep.2.2, παυσάμενοι τοῦ σοι δ. Ph.2.590, αὐτοῖς I.AI 14.230, τοῖς ἀνδράσι D.P.Au.2.8, αὐτῷ Aesop.220, Aristaenet.1.5.16, ὁ κεραμεὺς καθ' ἧς ἡμέρας διενοχλεῖ μοι SB 7330.11 (II d.C.), cf. PBremen 61.26 (II d.C.), τῇ μείζονι ἐξουσίᾳ ... περὶ τούτου POxy.3981.20 (III d.C.)
•c. ac. de pers. o ref. a pers. πολλά με διενόχλησεν SB 9483.7 (II d.C.), νόσος ... τὰς ἐκκλησίας ... διενοχλοῦσα Eus.VC 3.5.1, αὐτοὺς ἡσυχίας ἐρῶντας Soz.HE 6.20.1, ἐνεδρευταὶ καὶ λῃσταὶ γῆν διενοχλοῦσι καὶ θάλασσαν Gr.Nyss.Usur.M.46.452A, c. ac. predic. ἐκεῖνον ... διενοχλοῦντα ἔπαυσεν puso fin a sus impertinencias Luc.Symp.14, en v. pas. πάθει τινὶ διενοχλουμένοις Clem.Epit.A 21.6
•abs. εἰ μέλλοι μὴ διενοχλήσειν Them.Or.11.149a.
2 apremiar, requerir con insistencia c. ac. de pers. πρὶν ἂν ... αὐτὴ διενοχλήσειε τὸν ἄνδρα στέλλουσα γράμματα antes de que ella apremie a su marido mandándole cartas Iust.Nou.22.14, en v. pas., ref. pers. acosadas por el fisco διενοχλούμενος ... ὑπὸ τῶν πρακτόρων ἕνεκα ἐπιβολῆς BGU 830.8 (I d.C.), cf. PHeid.297.32 (II d.C.), διενοχλοῦμαι ὑπὸ τοῦ δεκαπρώτου, μέλλω [γὰρ ἐν] κλεισθῆναι POxy.2789.5 (III d.C.).
Russian (Dvoretsky)
διενοχλέω: докучать, надоедать, мучить (τινα Dem.).