διοδύρομαι: Difference between revisions

From LSJ

Οὔκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ → No one is so foolish that they wish to die

Sophocles, Antigone, 220
(9)
(1b)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διοδύρομαι]] (Α) [[οδύρομαι]]<br />[[θρηνώ]] [[γοερά]].
|mltxt=[[διοδύρομαι]] (Α) [[οδύρομαι]]<br />[[θρηνώ]] [[γοερά]].
}}
{{elru
|elrutext='''διοδύρομαι:''' (ῡ) горько сетовать, оплакивать (τὴν συμφοράν Dem.).
}}
}}

Revision as of 18:48, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

διοδύρομαι: θρηνῶ μεγάλως, μετ’ αἰτ., Δημ. 1248. 19.

Greek Monolingual

διοδύρομαι (Α) οδύρομαι
θρηνώ γοερά.

Russian (Dvoretsky)

διοδύρομαι: (ῡ) горько сетовать, оплакивать (τὴν συμφοράν Dem.).