διακολακεύομαι: Difference between revisions
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
(9) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διακολακεύομαι]] (Α)<br />[[συναγωνίζομαι]] κάποιον στην [[κολακεία]]. | |mltxt=[[διακολακεύομαι]] (Α)<br />[[συναγωνίζομαι]] κάποιον στην [[κολακεία]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διακολᾰκεύομαι:''' льстить наперебой, соревноваться в лести (πρός τινα Isocr.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:48, 31 December 2018
English (LSJ)
A vie with each other in flattery, Isoc.12.159:—Act. only as v.l. in Sch.E.Or.714.
Greek (Liddell-Scott)
διακολᾰκεύομαι: μέσ., ἁμιλλῶμαι πρός τινα εἰς κολακείαν τινός, Ἰσοκρ. 266Β. - Ἐνεργ. παρὰ τῷ Σχολ. Εὐριπ.
French (Bailly abrégé)
part. prés.
rivaliser de flatterie.
Étymologie: διά, κολακεύω.
Spanish (DGE)
1 rivalizar en lisonjas Isoc.12.159.
2 tard. v. act. adular τὸν τῶν Ἀργείων ὄχλον Sch.E.Or.714D. (ap. crít.).
Greek Monolingual
διακολακεύομαι (Α)
συναγωνίζομαι κάποιον στην κολακεία.
Russian (Dvoretsky)
διακολᾰκεύομαι: льстить наперебой, соревноваться в лести (πρός τινα Isocr.).