δρεπανοειδής: Difference between revisions
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
(4) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δρεπᾰνοειδής:''' -ές ([[εἶδος]]), αυτός που έχει [[σχήμα]] δρεπανιού, μισοφέγγαρου, σε Θουκ. | |lsmtext='''δρεπᾰνοειδής:''' -ές ([[εἶδος]]), αυτός που έχει [[σχήμα]] δρεπανιού, μισοφέγγαρου, σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δρεπανοειδής:''' серповидный, имеющий форму серпа ([[χωρίον]] Thuc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A sickle-shaped, Th.6.4, Str.8.2.3.
German (Pape)
[Seite 666] ές, sichelförmig; χωρίον Thuc. 6, 4 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δρεπᾰνοειδής: -ές, ἔχων σχῆμα δρεπάνου, Θουκ. 6. 4, Στράβων 335.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui a la forme d’une faux.
Étymologie: δρέπανον, εἶδος.
Spanish (DGE)
-ές
falciformede lugares costeros δρεπανοειδὲς τὴν ἰδέαν τὸ χωρίον ἐστί Th.6.4, cf. Str.8.2.3, Eust.732.22
•subst. τὸ δ. la forma de hoz Chrys.M.60.103.
Greek Monolingual
-ές (AM δρεπανοειδής, -ές)
αυτός που έχει σχήμα δρεπανιού, τοξοειδής («σελήνη δρεπανοειδής»).
Greek Monotonic
δρεπᾰνοειδής: -ές (εἶδος), αυτός που έχει σχήμα δρεπανιού, μισοφέγγαρου, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
δρεπανοειδής: серповидный, имеющий форму серпа (χωρίον Thuc.).