δυσαπαλλαξία: Difference between revisions
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
(6_10) |
(2) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσαπαλλαξία''': ἡ, ἡ [[δυσκολία]] [[πρός]] ἀπαλλαγὴν ἀπό τινος, [[ἐπιμονή]], Πλάτ. Φιλήβ. 46C· ‒ τὰ χφα παρέχουσι δυσαπαλλακτία, ἀλλ᾿ ἴδε Λοβ. Φρύν. 509. | |lstext='''δυσαπαλλαξία''': ἡ, ἡ [[δυσκολία]] [[πρός]] ἀπαλλαγὴν ἀπό τινος, [[ἐπιμονή]], Πλάτ. Φιλήβ. 46C· ‒ τὰ χφα παρέχουσι δυσαπαλλακτία, ἀλλ᾿ ἴδε Λοβ. Φρύν. 509. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσαπαλλαξία:''' v. l. = [[δυσαπαλλακτία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:56, 31 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
δυσαπαλλαξία: ἡ, ἡ δυσκολία πρός ἀπαλλαγὴν ἀπό τινος, ἐπιμονή, Πλάτ. Φιλήβ. 46C· ‒ τὰ χφα παρέχουσι δυσαπαλλακτία, ἀλλ᾿ ἴδε Λοβ. Φρύν. 509.
Russian (Dvoretsky)
δυσαπαλλαξία: v. l. = δυσαπαλλακτία.