εἰμέν: Difference between revisions

From LSJ

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source
(4)
(2)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰμέν:'''<b class="num">I.</b> Επικ. και Ιων. αντί <i>ἐσμέν</i>, αʹ πληθ. του [[εἰμί]] ([[sum]]). ΙI.[[εἶμεν]], [[εἴμεναι]], Δωρ. απαρ. του ίδιου ρήματος.
|lsmtext='''εἰμέν:'''<b class="num">I.</b> Επικ. και Ιων. αντί <i>ἐσμέν</i>, αʹ πληθ. του [[εἰμί]] ([[sum]]). ΙI.[[εἶμεν]], [[εἴμεναι]], Δωρ. απαρ. του ίδιου ρήματος.
}}
{{elru
|elrutext='''εἰμέν:''' эп.-ион. (= ἐσμέν) 1 л. pl. praes. к [[εἰμί]].
}}
}}

Revision as of 19:20, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 730] ep. u. ion. = ἐσμέν, wir sind; εἶμεν, att. = εἴημεν.

Greek (Liddell-Scott)

εἰμέν: Ἐπ. καὶ Ἰων. α΄ πληθ. τοῦ εἰμί, Δωρ. εἰμές· ― ἀλλ’ εἶμεν, Δωρ. ἀπαρέμφ. τοῦ αὐτοῦ ῥήματος, Θουκ. 5. 77· Μεγαρικῶς εἴμεναι, Ἀριστοφ. Ἀχ. 775.

French (Bailly abrégé)

épq., ion. et dor. c. ἐσμέν, 1ᵉ pl. de εἰμί.

English (Autenrieth)

see εἰμί.

Greek Monotonic

εἰμέν:I. Επικ. και Ιων. αντί ἐσμέν, αʹ πληθ. του εἰμί (sum). ΙI.εἶμεν, εἴμεναι, Δωρ. απαρ. του ίδιου ρήματος.

Russian (Dvoretsky)

εἰμέν: эп.-ион. (= ἐσμέν) 1 л. pl. praes. к εἰμί.