ἐμποιητικός: Difference between revisions
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
(11) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐμποιητικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που παράγει, δημιουργεί, προκαλεί [[κάτι]] («ἐμποιητικὸς πάθους», Σέξτ. Εμπ.). | |mltxt=[[ἐμποιητικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που παράγει, δημιουργεί, προκαλεί [[κάτι]] («ἐμποιητικὸς πάθους», Σέξτ. Εμπ.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐμποιητικός:''' образующий, порождающий, создающий (τινος Arst., Sext.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A productive of a thing in, ἄλλοις τῶν τοιούτων λόγων Arist. Metaph.1025a4; πάθους S.E.M.7.191; δασείας A.D.Pron.78.11, cf. Andronic.Rhod.p.572 M., Antyll. ap. Orib.6.7.1.
German (Pape)
[Seite 816] ή, όν, hineinbringend, darin erregend; τὸ ἐμποιητικὸν τοῦ πάθους Sext. Emp. adv. math. 7, 191.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμποιητικός: -ή, -όν, ὁ ἐμποιῶν τι τοῖς ἄλλοις, καὶ ὁ ἄλλοις ἐμποιητικὸς τῶν τοιούτων λόγων Ἀριστοτ. Μετὰ τὰ Φυσικ. 4. 29, 5, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 191.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
que produce, que causa, que provoca c. gen. ὁ ἄλλοις ἐ. (ἄνθρωπος) τῶν τοιούτων λόγων el (hombre) que introduce en los demás tales razonamientos (falsos), Arist.Metaph.1025a4, cf. Clem.Al.Strom.1.8.39, φόβος ἐ. ἐναντίων ἐλπίδων Andronic.Rhod.572, cf. Hdn.Gr.2.594, Sch.A.Th.270d, ἡ ἀφαίρεσις τοῦ σ̅ ἐν δευτέροις δασείας ἐστὶν ἐμποιητική A.D.Pron.78.11, cf. 93.14, ἡ λαλιὰ κεφαλῆς ... ἔχει τι ... βάρους ἐμποιητικόν Antyll. en Orib.6.7.1, cf. Phlp.in GC 186.7, στρατιὰ ... ὡς δακρύων τοῖς ἁλοῦσιν ἐμποιητική Cyr.Al.M.70.396A, δίκης Cyr.Al.Luc.1.30.3, cf. Theol.Ar.8, Const.App.8.29.2, Chrys.M.64.693A
•neutr. subst. τὸ ἐ. τοῦ πάθους S.E.M.7.191, ἐμποιητικὰ πλάδου Aët.8.68.
Greek Monolingual
ἐμποιητικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που παράγει, δημιουργεί, προκαλεί κάτι («ἐμποιητικὸς πάθους», Σέξτ. Εμπ.).
Russian (Dvoretsky)
ἐμποιητικός: образующий, порождающий, создающий (τινος Arst., Sext.).