ἐμφυλλισμός: Difference between revisions
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
(11) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐμφυλλισμός]], ο (AM)<br />η ενοφθάλμιση, ο [[εγκεντρισμός]], το [[μπόλιασμα]] μοσχεύματος σ' ένα [[δένδρο]]. | |mltxt=[[ἐμφυλλισμός]], ο (AM)<br />η ενοφθάλμιση, ο [[εγκεντρισμός]], το [[μπόλιασμα]] μοσχεύματος σ' ένα [[δένδρο]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐμφυλλισμός:''' ὁ с.-х. прививка Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A engrafting, side-graft, Gp.10.75.1.
German (Pape)
[Seite 820] ὁ, das Pfropfen zwischen Holz und Rinde, Geop.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμφυλλισμός: ἐγκεντρισμός, «ἐμβόλιασμα», Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 6, 4, Γεωπ. 10. 75, 1.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
bot. injerto de lado, lateral e.e. entre el tronco y la corteza τὸ κίτριον μόλις δέχεται ἐμφυλλισμόν, ὡς λεπτόφλοιον Gp.10.76.7, op. ἐγκεντρισμός ‘injerto en el interior’ del tronco Gp.10.75.3, 76.7
•injerto por aproximación δεῖ πρὸ τοῦ ἐγκεντρισμοῦ πάσσαλον παραπῆξαι τοῦ διάσειστον κρατεῖν τὸ ἐγκεντρισθέν. καλεῖται δὲ τοῦτο ἐ. Anecd.Plant.2.2.
Greek Monolingual
ἐμφυλλισμός, ο (AM)
η ενοφθάλμιση, ο εγκεντρισμός, το μπόλιασμα μοσχεύματος σ' ένα δένδρο.
Russian (Dvoretsky)
ἐμφυλλισμός: ὁ с.-х. прививка Arst.