ἐξαλεύομαι: Difference between revisions
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐξᾰλεύομαι:''' = το προηγ., σε Σοφ. | |lsmtext='''ἐξᾰλεύομαι:''' = το προηγ., σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξᾰλεύομαι:''' Soph. = [[ἐξαλέομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 31 December 2018
English (LSJ)
= foreg.,
A ὡς ἂν . . μῆνιν . . ἐξαλεύσωμαι θεᾶς S.Aj.656 codd., but ἐξαλύξ- (Hsch.) is prob. l.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξᾰλεύομαι: τῷ προηγ., ὡς ἄν... μῆνιν... ἐξαλεύσωμαι θεᾶς (ὑποτακτ. ἀόρ.) Σοφ. Αἴ. 656· καθ’ Ἡσύχ. «ἐξαλύξωμαι· φυλάξωμαι, Σοφοκλῆς Αἴαντι Μαστιγοφόρῳ». Τὴν γραφὴν τοῦ Ἡσυχ. παρεδέξατο ὁ Brunck καὶ ἄλλοι ἐκδόται, ἐν οἷς καὶ ὁ Jebb. ― Πρβλ. ἐξαλύσκω.
French (Bailly abrégé)
sbj. ao. ἐξαλεύσωμαι;
se garder de, chercher à éviter, acc..
Étymologie: ἐξ, ἀλεύω.
Greek Monolingual
ἐξαλεύομαι (Α)
έξαλέομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του εξαλέομαι].
Greek Monotonic
ἐξᾰλεύομαι: = το προηγ., σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξᾰλεύομαι: Soph. = ἐξαλέομαι.