ἐντόσθια: Difference between revisions

From LSJ

αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαιfruitful plants show it straightaway

Source
(12)
(2)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=τα<br /><b>βλ.</b> [[εντόσθιος]].
|mltxt=τα<br /><b>βλ.</b> [[εντόσθιος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐντόσθια:''' τά внутренности Plat., Arst.
}}
}}

Revision as of 20:08, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 857] τά, das Innere, das Eingeweide, Tim. Locr. 100 b u. Sp., wie Luc. Navig. 27. Nach E. M. auch ἐνδόσθια geschrieben.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντόσθια: -ων, τά, ὡς καὶ νῦν, Λατ. intestina, ὡς το ἔγκατα, ἔνδινα, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 9, 7, Τίμ. Λοκρ. 100Β, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 27, κτλ.· - ὡσαύτως ἀπαντᾷ ὁ τύπος ἐνδόσθια παρὰ τοῖς Ἑβδ. (ἐν Ἐξόδ. ΚΘ΄, 17 κ. ἀλλ.), καὶ παρ’ Ἡσυχ.: «ἐνδόσθια· ἔγκατα», καὶ ἐν Ε. Μ. (345. 21)· καὶ ἐντοσθίδια παρὰ τῷ Ἱππ. 682. 41, καὶ τῷ Ἀριστ. ἐν τῷ π. Ζ. Μορ. 4, 9, 6.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
intestins, entrailles.
Étymologie: ἔντοσθε.

Greek Monolingual

τα
βλ. εντόσθιος.

Russian (Dvoretsky)

ἐντόσθια: τά внутренности Plat., Arst.