ἐπιδιαμένω: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
(13) |
(2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιδιαμένω]] (Α)<br />[[διαμένω]] εν συνεχεία [[κάπου]] [[αλλού]]. | |mltxt=[[ἐπιδιαμένω]] (Α)<br />[[διαμένω]] εν συνεχεία [[κάπου]] [[αλλού]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιδιαμένω:''' оставаться, сохраняться (ἡ ψυχὴ καὶ ἐπιδιαμένει καὶ μετεμβαίνει Diog. L.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:20, 31 December 2018
English (LSJ)
A remain after, D.L.Prooem.11, Dsc.1.12, Artem.1.45; continue to exist, Diog.Oen.36.
German (Pape)
[Seite 937] (s. μένω), noch dabei bleiben, Sp.
Greek Monolingual
ἐπιδιαμένω (Α)
διαμένω εν συνεχεία κάπου αλλού.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιδιαμένω: оставаться, сохраняться (ἡ ψυχὴ καὶ ἐπιδιαμένει καὶ μετεμβαίνει Diog. L.).