ἐπισκώπτης: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
(13)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπισκώπτης]], ὁ (Α) [[επισκώπτω]]<br />αυτός που έχει την [[τάση]] να σκώπτει, να κοροϊδεύει.
|mltxt=[[ἐπισκώπτης]], ὁ (Α) [[επισκώπτω]]<br />αυτός που έχει την [[τάση]] να σκώπτει, να κοροϊδεύει.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπισκώπτης:''' ου ὁ насмешник [[Timon]] ap. Sext.
}}
}}

Revision as of 20:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισκώπτης Medium diacritics: ἐπισκώπτης Low diacritics: επισκώπτης Capitals: ΕΠΙΣΚΩΠΤΗΣ
Transliteration A: episkṓptēs Transliteration B: episkōptēs Transliteration C: episkoptis Beta Code: e)piskw/pths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A mocker, v.l. for ἐπικόπτης (q.v.).

German (Pape)

[Seite 980] ὁ, der Spötter, Timon. bei Sext. Emp. Pyrrh. 1, 224, vgl. ἐπικόπτης.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισκώπτης: -ου, ὁ, ὁ ἐπισκώπτων, ὁ ἐμπαίζων· ἴδε ἐπικόπτης.

Greek Monolingual

ἐπισκώπτης, ὁ (Α) επισκώπτω
αυτός που έχει την τάση να σκώπτει, να κοροϊδεύει.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισκώπτης: ου ὁ насмешник Timon ap. Sext.