ἐσπευσμένως: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχὴν ἔθιζε πρὸς τὰ χρηστὰ πράγματα → Ita tempera animum, ut rebus assuescat bonis → Gewöhne deine Seele nur an Nützliches

Menander, Monostichoi, 548
(14)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[ἐσπευσμένως]]) <b>επίρρ.</b> εν τάχει, [[γρήγορα]], βιαστικά<br /><b>νεοελλ.</b><br />επιπόλαια, αμελέτητα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εσπευσμένος</i>, μτχ. παθ. παρακμ. του [[σπεύδω]].
|mltxt=(ΑΜ [[ἐσπευσμένως]]) <b>επίρρ.</b> εν τάχει, [[γρήγορα]], βιαστικά<br /><b>νεοελλ.</b><br />επιπόλαια, αμελέτητα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εσπευσμένος</i>, μτχ. παθ. παρακμ. του [[σπεύδω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐσπευσμένως:''' ревностно, усердно (ποιεῖν τι Sext.).
}}
}}

Revision as of 20:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐσπευσμένως Medium diacritics: ἐσπευσμένως Low diacritics: εσπευσμένως Capitals: ΕΣΠΕΥΣΜΕΝΩΣ
Transliteration A: espeusménōs Transliteration B: espeusmenōs Transliteration C: espefsmenos Beta Code: e)speusme/nws

English (LSJ)

Adv., (σπεύδω)

   A with eager haste, D.H.Dem.54, J.AJ 5.6.3, Arr.Epict.1.20.12.

German (Pape)

[Seite 1043] (σπεύδω), beeilt, schnell, hastig, im Ggstz von ἀναβεβλημένως, D. Hal. de vi Dem. 54; Ios. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐσπευσμένως: Ἐπίρρ. (σπεύδω), μετὰ σπουδῆς, ταχέως, Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 54.

Greek Monolingual

(ΑΜ ἐσπευσμένως) επίρρ. εν τάχει, γρήγορα, βιαστικά
νεοελλ.
επιπόλαια, αμελέτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εσπευσμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του σπεύδω.

Russian (Dvoretsky)

ἐσπευσμένως: ревностно, усердно (ποιεῖν τι Sext.).