εὐρύζυγος: Difference between revisions

From LSJ

μέτρον γὰρ τοῦ βίου τὸ καλόν, οὐ τὸ τοῦ χρόνου μῆκος → for life's measure is its beauty not its length (Plutarch, Consolatio ad Apollonium 111.D.4)

Source
(15)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐρύζυγος]], -ον (Α)<br />(επίθ. του [[Διός]]) αυτός που κάθεται σε πλατύ θρόνο, που έχει ευρεία [[εξουσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ζυγός]].
|mltxt=[[εὐρύζυγος]], -ον (Α)<br />(επίθ. του [[Διός]]) αυτός που κάθεται σε πλατύ θρόνο, που έχει ευρεία [[εξουσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ζυγός]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐρύζῠγος:''' высоко восседающий, т. е. могущественный ([[Ζεύς]] Pind.).
}}
}}

Revision as of 21:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρῠζῠγος Medium diacritics: εὐρύζυγος Low diacritics: ευρύζυγος Capitals: ΕΥΡΥΖΥΓΟΣ
Transliteration A: eurýzygos Transliteration B: euryzygos Transliteration C: evryzygos Beta Code: eu)ru/zugos

English (LSJ)

ον,

   A broad-throned, wide-ruling (cf. ὑψίζυγος), Ζεύς Pi.Fr.14.

German (Pape)

[Seite 1094] Ζεύς, wie ὑψίζυγος, Pind. bei Eustath.

English (Slater)

εὐρύζυγος
   1 sitting on a broad steering bench met., wide governing cf. Fraenkel on Ag. 182. Eustath., Proem. Pind. § 16, καὶ Δία εὐρύζυγον (sc. καλεῖ Πίνδαρος) ἄλλως παρὰ τὸ ὑψίζυγον fr. 14.

Greek Monolingual

εὐρύζυγος, -ον (Α)
(επίθ. του Διός) αυτός που κάθεται σε πλατύ θρόνο, που έχει ευρεία εξουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + ζυγός.

Russian (Dvoretsky)

εὐρύζῠγος: высоко восседающий, т. е. могущественный (Ζεύς Pind.).