εὑρετός: Difference between revisions
ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears
(4) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὑρετός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[εὑρίσκω]], αυτός που μπορεί να βρεθεί, [[εμφανής]], σε Ξεν. | |lsmtext='''εὑρετός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[εὑρίσκω]], αυτός που μπορεί να βρεθεί, [[εμφανής]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὑρετός:''' [adj. verb. к [[εὑρίσκω]] могущий быть найденным или открытым (τὰ μὲν διδακτὰ [[μανθάνω]], τὰ δ᾽ εὑρετὰ ζητῶ Soph. ap. Plut.): εὑρετὰ ἀνθρώποις Xen. доступное человеческому разуму. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A discoverable, Hp.Vict.1.2; τὰ μὲν διδακτὰ μανθάνω, τὰ δ' εὑρετὰ ζητῶ S. Fr.843; εὑρετὰ ἀνθρώποις X.Mem.4.7.6.
Greek (Liddell-Scott)
εὑρετός: -ή, -όν, ῥήμ. ἐπίθ. τοῦ εὑρίσκω, ὃν δύναταί τις νὰ εὕρῃ, νὰ ἀνακαλύψῃ, τὰ μὲν διδακτά μανθάνω, τὰ δ’ εὑρετά ζητῶ Σοφ. Ἀποσπ. 723· εὑρετὰ ἀνθρώποις Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 6.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qu’on peut trouver ou inventer.
Étymologie: adj. verb. de εὑρίσκω.
Greek Monotonic
εὑρετός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του εὑρίσκω, αυτός που μπορεί να βρεθεί, εμφανής, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
εὑρετός: [adj. verb. к εὑρίσκω могущий быть найденным или открытым (τὰ μὲν διδακτὰ μανθάνω, τὰ δ᾽ εὑρετὰ ζητῶ Soph. ap. Plut.): εὑρετὰ ἀνθρώποις Xen. доступное человеческому разуму.