ζῳογενής: Difference between revisions
From LSJ
κατ' ἐπιταγήν τοῦ αἰωνίου Θεοῦ → by command of the eternal God, by command of God eternal
(16) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[ζωογενής]], -ές)<br />αυτός που γεννήθηκε ή κατάγεται από ζώο, [[ζωώδης]], [[θνητός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που προέρχεται από ζώο (α. «ζωογενείς ύλες» β. «ζωογενή μικρόβια»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μονο</i>-<i>γενής</i>, <i>ομο</i>-<i>γενής</i>]. | |mltxt=-ές (Α [[ζωογενής]], -ές)<br />αυτός που γεννήθηκε ή κατάγεται από ζώο, [[ζωώδης]], [[θνητός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που προέρχεται από ζώο (α. «ζωογενείς ύλες» β. «ζωογενή μικρόβια»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μονο</i>-<i>γενής</i>, <i>ομο</i>-<i>γενής</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ζῳογενής:''' имеющий животную природу, животный (τὸ τῆς ψυχῆς [[μέρος]] Plat.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A of animate kind, mortal, opp. ἀειγενής, Pl.Plt.309c.
German (Pape)
[Seite 1143] ές, thieri sch, τῆς ψυχῆς μέρος Plat. Polit. 309 c.
Greek (Liddell-Scott)
ζῳογενής: -ές, γεννηθεὶς ἐκ ζῴου, ζῳώδης, τὸ ζῳογενὲς τῆς ψυχῆς μέρος Πλάτ. Πολιτικ. 309C.
Greek Monolingual
-ές (Α ζωογενής, -ές)
αυτός που γεννήθηκε ή κατάγεται από ζώο, ζωώδης, θνητός
νεοελλ.
αυτός που προέρχεται από ζώο (α. «ζωογενείς ύλες» β. «ζωογενή μικρόβια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + -γενής (< γένος), πρβλ. μονο-γενής, ομο-γενής].
Russian (Dvoretsky)
ζῳογενής: имеющий животную природу, животный (τὸ τῆς ψυχῆς μέρος Plat.).