θερίστρια: Difference between revisions
From LSJ
Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn
(17) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και θερίστρα, η (ΑΜ [[θερίστρια]])<br />αυτή που θερίζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θηλ. του [[θεριστήρ]]]. | |mltxt=και θερίστρα, η (ΑΜ [[θερίστρια]])<br />αυτή που θερίζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θηλ. του [[θεριστήρ]]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θερίστρια:''' ἡ жница Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ, fem. of θεριστήρ, Ar.Fr.788.
German (Pape)
[Seite 1201] ἡ, fem. zu θεριστήρ, Ar. bei Poll. 7, 150.
Greek (Liddell-Scott)
θερίστρια: ἡ, θηλ. τοῦ θεριστὴρ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 618.
Greek Monolingual
και θερίστρα, η (ΑΜ θερίστρια)
αυτή που θερίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του θεριστήρ].
Russian (Dvoretsky)
θερίστρια: ἡ жница Arph.