ἰήκοπος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source
(6_16)
(2b)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰήκοπος''': -ον, ἐν Ἀριστοφ. Βάτρ. 1265 ἀντὶ ἀνδροδάϊκτον... ἰήκοπον, νῦν γενικῶς δέχονται τὴν γραφὴν τοῦ Heath (ἰὴ κόπον), πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 860.
|lstext='''ἰήκοπος''': -ον, ἐν Ἀριστοφ. Βάτρ. 1265 ἀντὶ ἀνδροδάϊκτον... ἰήκοπον, νῦν γενικῶς δέχονται τὴν γραφὴν τοῦ Heath (ἰὴ κόπον), πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 860.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰήκοπος:''' устраняющий страдание, побеждающий боль ([[ἀρωγή]] Arph. - v. l. ἰή, κόπον).
}}
}}

Revision as of 22:00, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1244] ἀρωγή, Eur. den Aeschylus parodirend bei Ar. Ran. 1265 ff., entweder von κόπτω, Weh schlagend od. Schlag wehrend, Schmerz überwältigend, od. von κόπος, wehleidvoll; Andere dachten an ἰάομαι, Drangsal heilend.

Greek (Liddell-Scott)

ἰήκοπος: -ον, ἐν Ἀριστοφ. Βάτρ. 1265 ἀντὶ ἀνδροδάϊκτον... ἰήκοπον, νῦν γενικῶς δέχονται τὴν γραφὴν τοῦ Heath (ἰὴ κόπον), πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 860.

Russian (Dvoretsky)

ἰήκοπος: устраняющий страдание, побеждающий боль (ἀρωγή Arph. - v. l. ἰή, κόπον).