ἰσίκιον: Difference between revisions

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
(18)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰσίκιον]], τὸ (Α)<br />[[είδος]] τροφής από λεπτοκομμένο ή λεπτοκοπανισμένο [[κρέας]], από κιμά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. από το λατ. <i>insicium</i>].
|mltxt=[[ἰσίκιον]], τὸ (Α)<br />[[είδος]] τροφής από λεπτοκομμένο ή λεπτοκοπανισμένο [[κρέας]], από κιμά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. από το λατ. <i>insicium</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰσίκιον:''' τό или [[ἴσικος]] (ῑσῐ) ὁ [лат. [[insicium]] блюдо из рубленого мяса, предполож. колбаса Anth.
}}
}}

Revision as of 22:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσίκιον Medium diacritics: ἰσίκιον Low diacritics: ισίκιον Capitals: ΙΣΙΚΙΟΝ
Transliteration A: isíkion Transliteration B: isikion Transliteration C: isikion Beta Code: i)si/kion

English (LSJ)

[ῑσῐ], τό, or ἴσῐκος, ὁ,

   A a dish of mince-meat (formed from Lat. insicium acc. to Macr.Sat.7.8.1), Ath.9.376b, POxy.1730 (iv A.D.):—also ἴσικος, ὁ, Alex.Aphr.Pr.1.22, Alex.Trall.Febr.1: pl., Olymp.in Grg.p.360J.

German (Pape)

[Seite 1263] τό, ein Gericht aus gehacktem Fleische, insicium, Ath. IX, 376 d; Lucill. ep. (XI, 212).

Greek (Liddell-Scott)

ἰσίκιον: ῑσῐ, τό, ἢ ἴσικος, ὁ, ἔδεσμα ἐκ κρέατος «λιανιασμένου» εἰς λεπτότατα τεμάχια σχηματισθὲν ἐκ τοῦ Λατ. insicium, Ἀθήν. 376D, πρβλ. Ἀνθ. Π. 11. 212.

Greek Monolingual

ἰσίκιον, τὸ (Α)
είδος τροφής από λεπτοκομμένο ή λεπτοκοπανισμένο κρέας, από κιμά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. από το λατ. insicium].

Russian (Dvoretsky)

ἰσίκιον: τό или ἴσικος (ῑσῐ) ὁ [лат. insicium блюдо из рубленого мяса, предполож. колбаса Anth.