κάδ: Difference between revisions

From LSJ

ὅνος λύρας ἀκούει κινῶν τά ὦτα → a donkey hears the lyre and wiggles its ears, caviar to the general

Source
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κάδ:''' Επικ. αντί κατά [[πριν]] από το <i>δ</i>, <i>κὰδ δώματα</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>κὰδ δύναμιν</i>, σε Ησίοδ.· <i>κὰδ δ' ἔβαλε</i>, με [[τμήση]] αντί <i>κατέβαλε δέ</i>, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''κάδ:''' Επικ. αντί κατά [[πριν]] από το <i>δ</i>, <i>κὰδ δώματα</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>κὰδ δύναμιν</i>, σε Ησίοδ.· <i>κὰδ δ' ἔβαλε</i>, με [[τμήση]] αντί <i>κατέβαλε δέ</i>, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κάδ:''' эп.-дор. = [[κατά]] перед начальной δ следующего слова: [[κάδ]] δύναμιν Hes. (= κατὰ δύναμιν) в меру возможности.
}}
}}

Revision as of 22:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάδ Medium diacritics: κάδ Low diacritics: καδ Capitals: ΚΑΔ
Transliteration A: kád Transliteration B: kad Transliteration C: kad Beta Code: ka/d

English (LSJ)

Ep. for κατά before δ

   A, κὰδ δώματα Od.4.72; κ. δύναμιν Hes. Op.336; before δέ, Il.2.160, etc.; κ. δ' ἔβαλε by tmesis for κατέβαλε δέ, Od.4.344.

Greek (Liddell-Scott)

κάδ: Ἐπικ. ἀντὶ κατὰ πρὸ τοῦ δ, κὰδ δώματα Ὀδ. Δ. 72· κὰδ δύναμιν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 334· ἀλλαχοῦ πρὸ τοῦ δέ, Ἰλ. Β. 160, κτλ.· κάδ’ δ’ ἔβαλε, κατὰ τμῆσιν ἀντὶ τοῦ κατέβαλε δέ, Ὀδ. Δ. 344· πρβλ. καβαίνω, κάζελε, καυάξαις.

French (Bailly abrégé)

par apocope et assimilation poét. pour κατά devant un δ : κὰδ δέ, κὰδ δύναμιν.

English (Autenrieth)

see κατά.

Greek Monotonic

κάδ: Επικ. αντί κατά πριν από το δ, κὰδ δώματα, σε Ομήρ. Οδ.· κὰδ δύναμιν, σε Ησίοδ.· κὰδ δ' ἔβαλε, με τμήση αντί κατέβαλε δέ, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

κάδ: эп.-дор. = κατά перед начальной δ следующего слова: κάδ δύναμιν Hes. (= κατὰ δύναμιν) в меру возможности.