κακώτερος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κηρύκειον ἢ τὴν μάχαιραν → peace or the sword

Source
(18)
(2b)
 
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κακώτερος]], -έρα, -ον (Α)<br />αλλ. τ. του [[κακίων]].
|mltxt=[[κακώτερος]], -έρα, -ον (Α)<br />αλλ. τ. του [[κακίων]].
}}
{{elru
|elrutext='''κακώτερος:''' эп. = [[κακίων]].
}}
}}

Latest revision as of 22:24, 31 December 2018

English (Autenrieth)

see κακός.

Greek Monolingual

κακώτερος, -έρα, -ον (Α)
αλλ. τ. του κακίων.

Russian (Dvoretsky)

κακώτερος: эп. = κακίων.