καμπτός: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559
(19)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ὁ (Α [[καμπτός]], -ή, -όν) [[κάμπτω]]<br />αυτός που μπορεί να καμφθεί, [[εύκαμπτος]], [[ευλύγιστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[καμπτός]]<br />α) [[καμπτήρας]]<br />β) [[πτέρυγα]], [[πλευρό]].
|mltxt=-ή, -ὁ (Α [[καμπτός]], -ή, -όν) [[κάμπτω]]<br />αυτός που μπορεί να καμφθεί, [[εύκαμπτος]], [[ευλύγιστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[καμπτός]]<br />α) [[καμπτήρας]]<br />β) [[πτέρυγα]], [[πλευρό]].
}}
{{elru
|elrutext='''καμπτός:''' сгибающийся, гибкий (κῶλα Plat.; μόρια Arst.).
}}
}}

Revision as of 22:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καμπτός Medium diacritics: καμπτός Low diacritics: καμπτός Capitals: ΚΑΜΠΤΟΣ
Transliteration A: kamptós Transliteration B: kamptos Transliteration C: kamptos Beta Code: kampto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A flexible, Pl. Ti.44e, Arist.Mete.385a13, al.    II masc. as Subst., = καμπτήρ 11, Aq.Pr.2.9, Sch.Ar.Nu.28, v.l. in EM609.29 and Choerob.in Theod. 2.151.    2 flank, Hippiatr.32.

Greek (Liddell-Scott)

καμπτός: -ή, -όν, ὃν δύναται νὰ κάμψῃ τις, Πλάτ. Τίμ. 44Ε, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 6. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., = καμπτὴρ ΙΙ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 28, Ἐτυμ. Μ. 609. 29, Ἀκύλας ἐν Παλ. Διαθ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 courbé;
2 flexible.
Étymologie: adj. verb. de κάμπτω.

Greek Monolingual

-ή, -ὁ (Α καμπτός, -ή, -όν) κάμπτω
αυτός που μπορεί να καμφθεί, εύκαμπτος, ευλύγιστος
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. καμπτός
α) καμπτήρας
β) πτέρυγα, πλευρό.

Russian (Dvoretsky)

καμπτός: сгибающийся, гибкий (κῶλα Plat.; μόρια Arst.).