κατασκέπω: Difference between revisions
From LSJ
εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
(19) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατασκέπω]] (Α)<br />[[κατασκεπάζω]]. | |mltxt=[[κατασκέπω]] (Α)<br />[[κατασκεπάζω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατασκέπω:''' закрывать, прикрывать (τι Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:40, 31 December 2018
English (LSJ)
A = κατασκεπάζω, AP5.59 (Rufin.), Muson.Fr.19p.106H.
German (Pape)
[Seite 1378] = κατασκεπάζω; Muson. Stob. fl. 1, 84; Rufin. 6 (V, 60); Nonn. D. 2, 110.
Greek (Liddell-Scott)
κατασκέπω: κατασκεπάζω, ἐσθήσεσι πολλαῖς κατ. τὸ σῶμα Ἀνθ. Π. 60, Μουσών. παρὰ Στοβ. 17. 57· ζωστῆρι κατ. ἄντυγα μαζοῦ αἰδομένη Νόνν. Δ. 2. 110.
Greek Monolingual
κατασκέπω (Α)
κατασκεπάζω.
Russian (Dvoretsky)
κατασκέπω: закрывать, прикрывать (τι Anth.).