κατεξαναστατικός: Difference between revisions
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
(20) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατεξαναστατικός]], -ή, -όν (Α) [[κατεξανίσταμαι]]<br />ο [[ικανός]] να αντιδρά, να εναντιώνεται σε κάποιον («καταφρονητικά... τοῡ ήδέος, κατεξαναστατικὰ δὲ τῶν ἀλγηδόνων», Σέξτ. Εμπ.). | |mltxt=[[κατεξαναστατικός]], -ή, -όν (Α) [[κατεξανίσταμαι]]<br />ο [[ικανός]] να αντιδρά, να εναντιώνεται σε κάποιον («καταφρονητικά... τοῡ ήδέος, κατεξαναστατικὰ δὲ τῶν ἀλγηδόνων», Σέξτ. Εμπ.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατεξᾰναστᾰτικός:''' бунтарский, непокорный, мятежный ([[διάνοια]] Sext.): κ. τινος Sext. восстающий против чего-л. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:47, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A fit for resisting, ἀλγηδόνων, ὀχληρῶν, S.E.M.11.104, 106; ἀρετὴ κ. δικαιοσύνης M.Ant.8.39.
German (Pape)
[Seite 1395] ή, όν, sich wider Einen auflehnend, empörend, τινός, M. Anton. 8, 39; dem καταφρονητικός entsprechend bei Sext. Empir. adv. eth. 104. 106.
Greek (Liddell-Scott)
κατεξαναστᾰτικός: -ή, -όν, ἱκανὸς ἢ ἐπιτήδειος εἰς κατεξανάστασιν (συνάπτεται μετὰ τοῦ καταφρονητικός), πρὸς ἀντίστασιν ἢ ἐναντίωσιν, καταφρονητικὰ μὲν τοῦ ἡδέος, κατεξαναστατικὰ δὲ τῶν ἀγληδόνων Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 104, 107· δικαιοσύνης κατ. ἀρετὴν οὐχ ὁρῶ ἐν τῇ τοῦ λογικοῦ ζῴου κατασκευῇ Μ. Ἀντων. 8. 39.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
porté à la révolte, rebelle contre, gén..
Étymologie: κατεξανίσταμαι.
Greek Monolingual
κατεξαναστατικός, -ή, -όν (Α) κατεξανίσταμαι
ο ικανός να αντιδρά, να εναντιώνεται σε κάποιον («καταφρονητικά... τοῡ ήδέος, κατεξαναστατικὰ δὲ τῶν ἀλγηδόνων», Σέξτ. Εμπ.).
Russian (Dvoretsky)
κατεξᾰναστᾰτικός: бунтарский, непокорный, мятежный (διάνοια Sext.): κ. τινος Sext. восстающий против чего-л.