καῦνος: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348
(20)
(2b)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=καῡνος και [[καυνός]], ὁ (Α)<br />[[κλήρος]], [[λαχνός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται συγγένειά του με το αρχ. σλαβ. kŭšĭ «[[κλήρος]]», [[οπότε]] θα [[πρέπει]] να προέρχεται από αμάρτυρο τ. <i>καῦσνος</i>].
|mltxt=καῡνος και [[καυνός]], ὁ (Α)<br />[[κλήρος]], [[λαχνός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται συγγένειά του με το αρχ. σλαβ. kŭšĭ «[[κλήρος]]», [[οπότε]] θα [[πρέπει]] να προέρχεται από αμάρτυρο τ. <i>καῦσνος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''καῦνος:''' ὁ жребий Arph.
}}
}}

Revision as of 22:48, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1408] ὁ, das Loos, Cratin. bei Schol. Ar. Pax 1081; bei Arcad. 64, 6 καυνός. S. nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

καῦνος: ὁ, = κλῆρος, Κρατῖνος ἐν «Πυτ.» 20 (ἔνθα ἴδε Meineke), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 543· πρβλ. διακαυνιάζω, Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
lot échu par le sort ; sort.
Étymologie: DELG étym. inconnue.

Greek Monolingual

καῡνος και καυνός, ὁ (Α)
κλήρος, λαχνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται συγγένειά του με το αρχ. σλαβ. kŭšĭ «κλήρος», οπότε θα πρέπει να προέρχεται από αμάρτυρο τ. καῦσνος].

Russian (Dvoretsky)

καῦνος: ὁ жребий Arph.