κεραυνόβολος: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
(20)
(3)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κεραυνόβολος]], -ον (Α)<br />αυτός που χτυπήθηκε από κεραυνό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεραυνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αστρό</i>-<i>βολος</i>, <i>νιφό</i>-<i>βολος</i>. Η προπαροξυτονία δίνει στη λ. παθητική [[σημασία]]].
|mltxt=[[κεραυνόβολος]], -ον (Α)<br />αυτός που χτυπήθηκε από κεραυνό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεραυνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αστρό</i>-<i>βολος</i>, <i>νιφό</i>-<i>βολος</i>. Η προπαροξυτονία δίνει στη λ. παθητική [[σημασία]]].
}}
{{elru
|elrutext='''κεραυνόβολος:''' ὁ пораженный громом (sc. [[Σεμέλα]] Eur.; [[δένδρον]] Diod.).
}}
}}

Revision as of 22:54, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεραυνόβολος Medium diacritics: κεραυνόβολος Low diacritics: κεραυνόβολος Capitals: ΚΕΡΑΥΝΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: keraunóbolos Transliteration B: keraunobolos Transliteration C: keravnovolos Beta Code: kerauno/bolos

English (LSJ)

ον,

   A hurling the thunder, Ζεύς IG5(2).37 (Tegea); πῦρ τὸ κ. the thundersmiting fire, AP12.63 (Mel.); κ. νεφέλαι Orph.Fr.256; of planetary influences, Vett.Val.14.17; title of the Roman Legio XII Fulminata, D.C.71.9.    II proparox. κεραυνόβολος, ον, Pass., thunder-stricken, of Semele, E.Ba.598 (lyr.), cf. D.S.1.13, etc.

Greek Monolingual

κεραυνόβολος, -ον (Α)
αυτός που χτυπήθηκε από κεραυνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. αστρό-βολος, νιφό-βολος. Η προπαροξυτονία δίνει στη λ. παθητική σημασία].

Russian (Dvoretsky)

κεραυνόβολος: ὁ пораженный громом (sc. Σεμέλα Eur.; δένδρον Diod.).