κοπροφόρος: Difference between revisions
From LSJ
Βούλου δ' ἀρέσκειν πᾶσι, μὴ σαυτῷ μόνῳ → Studeas placere cunctis, non soli tibi → Such allen zu gefallen, nicht nur dir allein
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κοπροφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που κουβαλά [[κοπριά]]· [[κόφινος]] κ., [[κοφίνι]] με [[κοπριά]], σε Ξεν. | |lsmtext='''κοπροφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που κουβαλά [[κοπριά]]· [[κόφινος]] κ., [[κοφίνι]] με [[κοπριά]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κοπροφόρος:''' служащий для переноски навоза ([[κόφινος]] Xen.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A carrying dung, Poll.7.134; ὄνος Id.1.226; κόφινος κ. dung-basket, X.Mem.3.8.6.
Greek (Liddell-Scott)
κοπροφόρος: -ον, φέρων, μεταφέρων κόπρον, ὄνος Πολυδ. Ζ΄, 134· κόφινος κ., πλήρης κόπρου, Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui sert à porter du fumier.
Étymologie: κόπρος, φέρω.
Greek Monolingual
κοπροφόρος, -ον (Α)
αυτός που μεταφέρει κοπριά ή αυτός με τον οποίο μεταφέρεται η κοπριά («κόφινος κοπροφόρος», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -φόρος (< φέρω)].
Greek Monotonic
κοπροφόρος: -ον (φέρω), αυτός που κουβαλά κοπριά· κόφινος κ., κοφίνι με κοπριά, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
κοπροφόρος: служащий для переноски навоза (κόφινος Xen.).