κουφοφορέομαι: Difference between revisions

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
(6_22)
(3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κουφοφορέομαι''': φέρομαι, ἀνυψοῦμαι τῇ [[ἰδίᾳ]] κουφότητι, «λεπτομερεῖς γὰρ οὖσαι (αἱ ψυχαί)... εἰς τοὺς ἄνω [[μᾶλλον]] τόπους κουφοφοροῦνται» Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 71 (κατὰ τὸν Hemst. ἀντὶ τοῦ κουφοφοροῦσι).
|lstext='''κουφοφορέομαι''': φέρομαι, ἀνυψοῦμαι τῇ [[ἰδίᾳ]] κουφότητι, «λεπτομερεῖς γὰρ οὖσαι (αἱ ψυχαί)... εἰς τοὺς ἄνω [[μᾶλλον]] τόπους κουφοφοροῦνται» Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 71 (κατὰ τὸν Hemst. ἀντὶ τοῦ κουφοφοροῦσι).
}}
{{elru
|elrutext='''κουφοφορέομαι:''' легко подниматься, возноситься (εἰς τοὺς [[ἄνω]] τόπους Sext.).
}}
}}

Revision as of 23:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κουφοφορέομαι Medium diacritics: κουφοφορέομαι Low diacritics: κουφοφορέομαι Capitals: ΚΟΥΦΟΦΟΡΕΟΜΑΙ
Transliteration A: kouphophoréomai Transliteration B: kouphophoreomai Transliteration C: koufoforeomai Beta Code: koufofore/omai

English (LSJ)

Pass.,

   A rise by one's own lightness, S.E.M.9.71 (cj. for κουφοφοροῦσι).

Greek (Liddell-Scott)

κουφοφορέομαι: φέρομαι, ἀνυψοῦμαι τῇ ἰδίᾳ κουφότητι, «λεπτομερεῖς γὰρ οὖσαι (αἱ ψυχαί)... εἰς τοὺς ἄνω μᾶλλον τόπους κουφοφοροῦνται» Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 71 (κατὰ τὸν Hemst. ἀντὶ τοῦ κουφοφοροῦσι).

Russian (Dvoretsky)

κουφοφορέομαι: легко подниматься, возноситься (εἰς τοὺς ἄνω τόπους Sext.).