κουρίας: Difference between revisions
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κουρίας:''' -ου, ὁ ([[κουρά]]), [[κάποιος]] με κοντά μαλλιά, σε Λουκ. | |lsmtext='''κουρίας:''' -ου, ὁ ([[κουρά]]), [[κάποιος]] με κοντά μαλλιά, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κουρίας:''' ου adj. m стриженый Luc., Diog. L. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A one who wears his hair short, ἐν χρῷ κ. Luc.Fug.27, Vit.Auct.20, D.L.6.31; cf. ἐγχρωκουρίας.
Greek (Liddell-Scott)
κουρίας: -ου, ὁ, ὁ ἔχων βραχεῖαν κόμην, κεκαρμένος, Λουκ. Δραπ. 27, Βίων Πρᾶσ. 20, Διογ. Λ. 6. 31.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui a les cheveux coupés.
Étymologie: κουρά.
Greek Monolingual
κουρίας, ὁ (Α)
αυτός που έχει κουρεμένα μαλλιά («τὸν ἐν χρῷ κουρίαν ἐκεῑνον», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουρά + επίθημα -ίας].
Greek Monotonic
κουρίας: -ου, ὁ (κουρά), κάποιος με κοντά μαλλιά, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
κουρίας: ου adj. m стриженый Luc., Diog. L.