κοίλη: Difference between revisions

From LSJ

ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul

Source
(6_10)
 
(3)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοίλη''': ἡ, θηλ. τοῦ [[κοῖλος]]: [[ὄνομα]] δήμου τῆς Ἀττικῆς, Φίλωνα τὸν ἐκ τῆς Κοίλης Ἰσοκρ. 375D, κτλ.
|lstext='''κοίλη''': ἡ, θηλ. τοῦ [[κοῖλος]]: [[ὄνομα]] δήμου τῆς Ἀττικῆς, Φίλωνα τὸν ἐκ τῆς Κοίλης Ἰσοκρ. 375D, κτλ.
}}
{{elru
|elrutext='''κοίλη:''' ἡ<b class="num">1)</b> (sc. [[ναῦς]]) кузов или трюм корабля Theocr.;<br /><b class="num">2)</b> лощина или русло (ποταμοὶ ῥέοντες διὰ κοίλης Arst.).
}}
}}

Revision as of 23:08, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

κοίλη: ἡ, θηλ. τοῦ κοῖλος: ὄνομα δήμου τῆς Ἀττικῆς, Φίλωνα τὸν ἐκ τῆς Κοίλης Ἰσοκρ. 375D, κτλ.

Russian (Dvoretsky)

κοίλη:1) (sc. ναῦς) кузов или трюм корабля Theocr.;
2) лощина или русло (ποταμοὶ ῥέοντες διὰ κοίλης Arst.).