κράνα: Difference between revisions
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κράνα:''' Δωρ. αντί [[κρήνη]]. | |lsmtext='''κράνα:''' Δωρ. αντί [[κρήνη]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κράνᾱ:''' (ρᾱ) ἡ дор. Theocr., Anth. = [[κρήνη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:08, 31 December 2018
English (LSJ)
A v. κρήνη. II = κεφαλή, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
κράνα: Δωρ. ἀντὶ τοῦ κρήνη. ΙΙ. = κεφαλή, Ἡσύχ.
English (Slater)
κρᾱνα (-α, -ᾳ, -αν; -ᾶν.)
1 spring Φοῖβε, Παρνασσοῦ τε κράναν Κασταλίαν φιλέων (P. 1.39) Ἀρέθοισαν ἐπὶ κράναν (P. 3.69) κράναν Ὑπερῇδα λιπών (P. 4.125) ἐπ' Ἀπόλλωνός τε κράνᾳ the spring Kyre in Cyrene (P. 4.294) πρόσθα μὲν ἲς Ἀχελωίου τὸν ἀοιδότατον Εὐρωπία κράνα Μέλ[ανό]ς τε ῥοαὶ τρέφον κάλαμον (Wil., Turyn, qui Εὐρωπία ῥοαί appositionem esse existimat verborum ἶς Ἀχελωίου: v. Wil., GGA, 1900, 43) fr. 70. 2. κελάρυξεν, ὡς ἀπὸ κρανᾶν φέρτατον ὕδωρ *fr. 104b.* ]κράνας ο[ὐ π]ρολείπει[ ὕ]δωρ (supp. Lobel) Θρ. 4. 18. test., Σ Ammon. Hom., Φ 1; Πίνδαρος ὠκεανοῦ τὰ πέταλα τὰς κρήνας λέγων fr. 326.
Greek Monolingual
κράνα, ἡ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. κρήνη.
Greek Monotonic
κράνα: Δωρ. αντί κρήνη.
Russian (Dvoretsky)
κράνᾱ: (ρᾱ) ἡ дор. Theocr., Anth. = κρήνη.