κρέμβαλον: Difference between revisions
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
(21) |
(3) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κρέμβαλον]], τὸ (Α)<br /><b>συν. στον πληθ.</b> <i>τὰ [[κρέμβαλα]]<br />κρόταλα προσαρμοσμένα στα δάχτυλα τών χορευτών, με τα οποία αυτοί κρατούσαν τον ρυθμό του χορού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ηχομιμητική λ. που ανάγεται στον παρεκτεταμένο με χειλικό τ. <i>kre</i>-<i>b</i>- της ΙΕ ρίζας <i>ker</i>-, ηχομίμηση βραχνών φωνών ορισμένων ζώων, από τον οποίο σχηματίστηκε με [[ανάπτυξη]] έρρινου στοιχείου (<i>n</i>), το οποίο λόγω του χειλικού (-<i>b</i>-[[μπ]]) ετράπη αφομοιωτικά σε -<i>μ</i>- ([[έτσι]]: <i>κρεβ</i>- > <i>κρε</i>-<i>μ</i>-<i>β</i>-)<br />για το [[επίθημα]] -<i>αλον</i> του τ. <b>[[πρβλ]].</b> <i>κρότ</i>-<i>αλον</i>, <i>ρόπ</i>-<i>αλον</i>]. | |mltxt=[[κρέμβαλον]], τὸ (Α)<br /><b>συν. στον πληθ.</b> <i>τὰ [[κρέμβαλα]]<br />κρόταλα προσαρμοσμένα στα δάχτυλα τών χορευτών, με τα οποία αυτοί κρατούσαν τον ρυθμό του χορού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ηχομιμητική λ. που ανάγεται στον παρεκτεταμένο με χειλικό τ. <i>kre</i>-<i>b</i>- της ΙΕ ρίζας <i>ker</i>-, ηχομίμηση βραχνών φωνών ορισμένων ζώων, από τον οποίο σχηματίστηκε με [[ανάπτυξη]] έρρινου στοιχείου (<i>n</i>), το οποίο λόγω του χειλικού (-<i>b</i>-[[μπ]]) ετράπη αφομοιωτικά σε -<i>μ</i>- ([[έτσι]]: <i>κρεβ</i>- > <i>κρε</i>-<i>μ</i>-<i>β</i>-)<br />για το [[επίθημα]] -<i>αλον</i> του τ. <b>[[πρβλ]].</b> <i>κρότ</i>-<i>αλον</i>, <i>ρόπ</i>-<i>αλον</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κρέμβᾰλον:''' τό погремушка, кастаньеты HH. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:12, 31 December 2018
Greek Monolingual
κρέμβαλον, τὸ (Α)
συν. στον πληθ. τὰ κρέμβαλα
κρόταλα προσαρμοσμένα στα δάχτυλα τών χορευτών, με τα οποία αυτοί κρατούσαν τον ρυθμό του χορού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. που ανάγεται στον παρεκτεταμένο με χειλικό τ. kre-b- της ΙΕ ρίζας ker-, ηχομίμηση βραχνών φωνών ορισμένων ζώων, από τον οποίο σχηματίστηκε με ανάπτυξη έρρινου στοιχείου (n), το οποίο λόγω του χειλικού (-b-μπ) ετράπη αφομοιωτικά σε -μ- (έτσι: κρεβ- > κρε-μ-β-)
για το επίθημα -αλον του τ. πρβλ. κρότ-αλον, ρόπ-αλον].
Russian (Dvoretsky)
κρέμβᾰλον: τό погремушка, кастаньеты HH.