κυνοδρομέω: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κῠνοδρομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[δρόμος]]), [[τρέχω]] ή [[κυνηγώ]] με σκυλιά, σε Ξεν. | |lsmtext='''κῠνοδρομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[δρόμος]]), [[τρέχω]] ή [[κυνηγώ]] με σκυλιά, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κῠνοδρομέω:''' <b class="num">1)</b> охотиться с собаками, травить Xen.,;<br /><b class="num">2)</b> перен. гоняться, усиленно искать (τινα Xen.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:20, 31 December 2018
English (LSJ)
A run or chase with dogs, X.Cyn.6.17: metaph., ἐκυνοδρομοῦμεν ἀλλήλους ζητοῦντες Id.Smp.4.63.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνοδρομέω: τρέχω ἢ κυνηγῶ μετὰ κυνῶν, Ξεν. Κυν. 6, 17 ἑξ.· μεταφ., ἐκυνοδρομοῦμεν ἀλλήλους ζητοῦντες ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 4, 63.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
chasser au chien courant, fig. suivre à la piste.
Étymologie: κύων, ἔδραμον, τρέχω.
Greek Monotonic
κῠνοδρομέω: μέλ. -ήσω (δρόμος), τρέχω ή κυνηγώ με σκυλιά, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
κῠνοδρομέω: 1) охотиться с собаками, травить Xen.,;
2) перен. гоняться, усиленно искать (τινα Xen.).