κῦφι: Difference between revisions
From LSJ
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
(22) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=κῡφι, -εος και -εως και δ. γρφ. κοῑφι, τὸ (Α)<br />[[είδος]] αιγυπτιακού φαρμάκου που περιείχε πολλές διεγερτικές ουσίες. | |mltxt=κῡφι, -εος και -εως και δ. γρφ. κοῑφι, τὸ (Α)<br />[[είδος]] αιγυπτιακού φαρμάκου που περιείχε πολλές διεγερτικές ουσίες. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κῦφι:''' εως τό кифи (египетская целебная мазь из 16 веществ: воды, меда, мирры и др.) Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:22, 31 December 2018
English (LSJ)
εος, and εως, τό,
A an Egyptian compound incense, Dsc.1.25, Plu. 2.372d, 384b, Gal.13.199, Damocr. ap. eund.14.117:—freq. written κοῖφι, Ath.2.66f, Aristid.Or.47(23).26 (κοιφὶ), PMag.Lond.46.221, 121.538.
German (Pape)
[Seite 1539] εως, τό, ein ägyptisches Arzneimittel, aus lauter hitzigen Sachen zusammengesetzt, Galen.
French (Bailly abrégé)
εως (τό) :
cyphi, aromate égyptien employé en médecine.
Étymologie:.
Spanish
Greek Monolingual
κῡφι, -εος και -εως και δ. γρφ. κοῑφι, τὸ (Α)
είδος αιγυπτιακού φαρμάκου που περιείχε πολλές διεγερτικές ουσίες.
Russian (Dvoretsky)
κῦφι: εως τό кифи (египетская целебная мазь из 16 веществ: воды, меда, мирры и др.) Plut.