κώνειον: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht

Menander, Monostichoi, 467
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κώνειον:''' τό, «βρωμόχορτο», Λατ. [[cicuta]]· το [[δηλητήριο]] του φυτού [[αυτού]], με το οποίο οι εγκληματίες καταδικάζονταν σε θάνατο στην Αθήνα, σε Αριστοφ. κ.λπ.
|lsmtext='''κώνειον:''' τό, «βρωμόχορτο», Λατ. [[cicuta]]· το [[δηλητήριο]] του φυτού [[αυτού]], με το οποίο οι εγκληματίες καταδικάζονταν σε θάνατο στην Αθήνα, σε Αριστοφ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''κώνειον:''' τό сок цикуты (которым отравляли в Афинах приговоренных к смертной казни) (τὸ κ. или κώνεια [[πιεῖν]] Xen., Plat., Arph.).
}}
}}

Revision as of 23:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κώνειον Medium diacritics: κώνειον Low diacritics: κώνειον Capitals: ΚΩΝΕΙΟΝ
Transliteration A: kṓneion Transliteration B: kōneion Transliteration C: koneion Beta Code: kw/neion

English (LSJ)

τό,

   A hemlock, Conium maculatum, Hp.Steril.224, Thphr.HP1.5.3, 9.8.3, Nic.Al.186, Dsc. 4.78, etc.    2 = νάρθηξ, Call.Iamb.1.122, Hsch.    II hemlockjuice, poison by which criminals were put to death at Athens, Ar.Ra. 124; κώνειον πεπωκώς Pl.Ly.219e; τὸ κώνειον ἔπιεν X.HG2.3.56, cf. And.3.10; κώνεια πιεῖν Ar.Ra.1051.

German (Pape)

[Seite 1546] τό, Schierlingskraut, cicuta; Hippocr.; Theophr. u. A.; – bes. der aus dem Safte des Schierlings bereitete tödtliche Trank, der in Athen häufig zur Vollstreckung der Todesstrafe angewendet wurde; Ar. Ran. 124, Plat. Lys. 219 e u. Folgde; auch im plur., κώνεια πιεῖν Ar. Ran. 1051.

Greek (Liddell-Scott)

κώνειον: τό, κοινῶς «καρωνάκι» καὶ «βρωμόχορτον», Ἱππ. 681. 4, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 8, 3, κτλ. ΙΙ. ὁ ὀπὸς τοῦ δηλητηριώδους φυτοῦ κωνείου, δηλητήριον δι’ οὗ ἐφονεύοντο οἱ κατάδικοι ἐν Ἀθήναις, Ἀριστοφ. Βάτρ. 124· κώνειον πεπωκὼς Πλάτ. Λῦσ. 219Ε· τὸ κώνειον ἔπιεν Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 56· κώνεια πιεῖν Ἀριστοφ. Βάτρ. 1051, Ἀνδοκ. 24. 38.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
jus de la ciguë.
Étymologie: κῶνος.

Greek Monotonic

κώνειον: τό, «βρωμόχορτο», Λατ. cicuta· το δηλητήριο του φυτού αυτού, με το οποίο οι εγκληματίες καταδικάζονταν σε θάνατο στην Αθήνα, σε Αριστοφ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

κώνειον: τό сок цикуты (которым отравляли в Афинах приговоренных к смертной казни) (τὸ κ. или κώνεια πιεῖν Xen., Plat., Arph.).