λέλαμμαι: Difference between revisions

From LSJ

καθάπερ ὄφις παλαιὸν ἀποδύεται θώρακα → just as a snake sheds its old skin

Source
(5)
(3)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λέλαμμαι:''' Ιων. Παθ. παρακ. του [[λαμβάνω]].
|lsmtext='''λέλαμμαι:''' Ιων. Παθ. παρακ. του [[λαμβάνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''λέλαμμαι:''' ион. pf. pass. к [[λαμβάνω]].
}}
}}

Revision as of 23:28, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

λέλαμμαι: ἴδε ἐν λέξ. λαμβάνω, ἀλλὰ λέλασμαι, ἴδε ἐν λ. λανθάνω.

Greek Monotonic

λέλαμμαι: Ιων. Παθ. παρακ. του λαμβάνω.

Russian (Dvoretsky)

λέλαμμαι: ион. pf. pass. к λαμβάνω.