ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
Full diacritics: λέλαμμαι | Medium diacritics: λέλαμμαι | Low diacritics: λέλαμμαι | Capitals: ΛΕΛΑΜΜΑΙ |
Transliteration A: lélammai | Transliteration B: lelammai | Transliteration C: lelammai | Beta Code: le/lammai |
λέλαμμαι: ион. pf. pass. к λαμβάνω.
λέλαμμαι: ἴδε ἐν λέξ. λαμβάνω, ἀλλὰ λέλασμαι, ἴδε ἐν λ. λανθάνω.
λέλαμμαι: Ιων. Παθ. παρακ. του λαμβάνω.