λευκόπους: Difference between revisions
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λευκόπους:''' ὁ, ἡ, λευκόπουν, τό, αυτός που έχει [[λευκά]] πόδια ή που έχει [[γυμνά]] πόδια, σε Ευρ. | |lsmtext='''λευκόπους:''' ὁ, ἡ, λευκόπουν, τό, αυτός που έχει [[λευκά]] πόδια ή που έχει [[γυμνά]] πόδια, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λευκόπους:''' 2, gen. ποδος с белыми ступнями, т. е. босоногий Eur., Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:31, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,
A white-footed, bare-footed, Βάκχαι E.Cyc.72 (lyr.), cf. Ar.Lys.665, Anacreont.8.5.
German (Pape)
[Seite 34] -ποδος, weißfüßig, Βάκχαι, mit nackten Füßen; Eur. Cycl. 72; Ar. Lys. 665; Ὀρέστης Anacr. 8, 5.
Greek (Liddell-Scott)
λευκόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ἔχων λευκοὺς πόδας, γυμνόπους, Βάκχαι Εὐρ. Κύκλ. 72, πρβλ. Ἀνακρεόντ. 8. 5, Ἀριστοφ. Λυσ. 665 (καὶ αὐτόθι τοὺς Ἑρμηνευτάς).
French (Bailly abrégé)
ους, ουν, gén. ποδος
aux pieds blancs, càd nus.
Étymologie: λευκός, ποῦς.
Greek Monolingual
-ουν (Α λευκόπους, -ουν)
αυτός που έχει τα πόδια λευκά.
Greek Monotonic
λευκόπους: ὁ, ἡ, λευκόπουν, τό, αυτός που έχει λευκά πόδια ή που έχει γυμνά πόδια, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
λευκόπους: 2, gen. ποδος с белыми ступнями, т. е. босоногий Eur., Arph.