Μαιώτης: Difference between revisions

From LSJ

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source
(23)
(3)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[Μαιώτης]], ιων. [[Μαιήτης]], ὁ, θηλ. Μαιῶτις και ιων. τ. [[Μαιῆτις]] (Α)<br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> σκυθική [[φυλή]] που κατοικούσε στα βόρεια παράλια του Εύξεινου Πόντου<br /><b>2.</b> (ως προσηγορικό) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[χώρα]] τών Σκυθών, στα βόρεια παράλια του Εύξεινου Πόντου<br />β) [[είδος]] ψαριού που αλιευόταν στην Αζοφική Θάλασσα και στον Νείλο.
|mltxt=[[Μαιώτης]], ιων. [[Μαιήτης]], ὁ, θηλ. Μαιῶτις και ιων. τ. [[Μαιῆτις]] (Α)<br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> σκυθική [[φυλή]] που κατοικούσε στα βόρεια παράλια του Εύξεινου Πόντου<br /><b>2.</b> (ως προσηγορικό) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[χώρα]] τών Σκυθών, στα βόρεια παράλια του Εύξεινου Πόντου<br />β) [[είδος]] ψαριού που αλιευόταν στην Αζοφική Θάλασσα και στον Νείλο.
}}
{{elru
|elrutext='''Μαιώτης:''' ион. [[Μαιήτης]], ου ὁ Мэот или Мэет (река в Сарматии, то же, что [[Τάναϊς]], ныне Дон) Her.
}}
}}

Revision as of 23:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Μαιῶται Medium diacritics: Μαιώτης Low diacritics: Μαιώτης Capitals: ΜΑΙΩΤΗΣ
Transliteration A: Maiṓtēs Transliteration B: Maiōtēs Transliteration C: Maiotis Beta Code: *maiw=tai

English (LSJ)

Ion. Μαιῆται, οἱ, Maeotians, a Scythian tribe to the north of the Black Sea, Hdt.4.123, X.Mem.2.1.10.

   II as Adj. Μαιώτης, ου, Maeotian, ποταμὸς M. the Tanais, Hdt.4.45:—fem. Μαιῶτις λίμνη the Palus Maeotis, Sea of Azof, A.Pr.418 (lyr.), etc.; ἡ λίμνη ἡ Μαιῆτις (Ion.) Hdt.1.104, etc.: μαιώτης, ου, ὁ,

   A a fish caught there, and in the Nile, Archipp.26, Ael.NA10.19.    2 Μαιωτικός, ή, όν, αὐλὼν M., i.e. the Cimmerian Bosporus, A.Pr.731.

Greek Monolingual

Μαιώτης, ιων. Μαιήτης, ὁ, θηλ. Μαιῶτις και ιων. τ. Μαιῆτις (Α)
1. στον πληθ. σκυθική φυλή που κατοικούσε στα βόρεια παράλια του Εύξεινου Πόντου
2. (ως προσηγορικό) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χώρα τών Σκυθών, στα βόρεια παράλια του Εύξεινου Πόντου
β) είδος ψαριού που αλιευόταν στην Αζοφική Θάλασσα και στον Νείλο.

Russian (Dvoretsky)

Μαιώτης: ион. Μαιήτης, ου ὁ Мэот или Мэет (река в Сарматии, то же, что Τάναϊς, ныне Дон) Her.