μαιόομαι: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
(5) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μαιόομαι:''' μέλ. <i>-ώσομαι</i>, αποθ. [[μαιεύομαι]], [[ξεγεννώ]] μια [[γυναίκα]], σε Λουκ., Ανθ. | |lsmtext='''μαιόομαι:''' μέλ. <i>-ώσομαι</i>, αποθ. [[μαιεύομαι]], [[ξεγεννώ]] μια [[γυναίκα]], σε Λουκ., Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μαιόομαι:''' Plut., Luc., Anth. = [[μαιεύομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:42, 31 December 2018
English (LSJ)
A = μαιεύομαι, 1 of a midwife, deliver a woman, Call. Jov.35, Luc.DDeor.16.2, cf. Plu.2.999c; ὑμέας ἀφροσύνη μαιώσατο, τόλμα δ' ἔτικτε AP9.80 (Leon.); ἐμαιώσαντο νέον τόκον Εἰλείθυιαι IG 14.967; of Hephaestus at the birth of Athena, Corn.ND19: abs., practise midwifery, Sor.1.80: in pass. sense, ὑφ' ἧς μαιωθεῖσα Apollod. 1.4.1. 2 of the mother, to be delivered of, ἣν . . οὐ μαιώσατο μήτηρ Coluth.181, cf. Nonn.D.4.437, etc. II of a nurse, suckle, μαζῷ τινα ib.8.186. III Act. only late, of dawn bringing forth day, Jo.Gaz.1.58.
Greek (Liddell-Scott)
μαιόομαι: μέλλ. -ώσομαι, ἀποθ., -μαιεύομαι, 1) ἐπὶ μαίας, ἐλευθερώνω γυναῖκα, βοηθῶ αὐτὴν νὰ γεννήσῃ, Καλλ. εἰς Δία 35, Πλούτ. 2. 999C, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 16. 2· ὑμέας ἀφροσύνη μαιώσατο, τόλμα δ’ ἔτικτε Ἀνθ. Π. 9. 80· ἐμαιώσαντο νέον τόκον Εἰλείθυιαι Συλλ. Ἐπιγρ. 5974Β. 4· - ἐπὶ παθητ. σημασ., ὑφ’ ἧς μαιωθεῖσα Ἀπολλόδ. 1. 4, 1. 2) ἐπὶ τῆς μητρός, «ἐλευθεροῦμαι», γεννῶ, ἣν... οὐ μαιώσατο μήτηρ Κόλουθ. 180, πρβλ. Νόνν. Δ. 4. 437, κτλ. ΙΙ. ἐπὶ τροφοῦ, «βυζαίνω», θυλάζω, μαζῷ τινα Νόνν. Δ. 8. 186.
Greek Monotonic
μαιόομαι: μέλ. -ώσομαι, αποθ. μαιεύομαι, ξεγεννώ μια γυναίκα, σε Λουκ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μαιόομαι: Plut., Luc., Anth. = μαιεύομαι.