μακροπτόλεμος: Difference between revisions
From LSJ
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
(23) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μακροπτόλεμος]], -ον (Α)<br />([[κατά]] [[μεταφορά]] του ον. [[Τηλέμαχος]]) αυτός που πολεμά από [[μακριά]], [[Τηλέμαχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πτόλεμος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λιπο</i>-[[πτόλεμος]], <i>φυγο</i>-[[πτόλεμος]])]. | |mltxt=[[μακροπτόλεμος]], -ον (Α)<br />([[κατά]] [[μεταφορά]] του ον. [[Τηλέμαχος]]) αυτός που πολεμά από [[μακριά]], [[Τηλέμαχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πτόλεμος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λιπο</i>-[[πτόλεμος]], <i>φυγο</i>-[[πτόλεμος]])]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μακροπτόλεμος:''' долго воюющий Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A = Τηλέμαχος, Theoc.Syrinx 1.
Greek (Liddell-Scott)
μακροπτόλεμος: ὁ, ἡ, ὁ ἀείποτε πολεμῶν, Θεοκρ. Σῦριγξ ἐν Α. Π. 15, 21.
Greek Monolingual
μακροπτόλεμος, -ον (Α)
(κατά μεταφορά του ον. Τηλέμαχος) αυτός που πολεμά από μακριά, Τηλέμαχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + πτόλεμος (πρβλ. λιπο-πτόλεμος, φυγο-πτόλεμος)].
Russian (Dvoretsky)
μακροπτόλεμος: долго воюющий Anth.