μαχαιρίς: Difference between revisions
From LSJ
ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → life is not worth living if you do not have at least one friend
(5) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μᾰχαιρίς:''' -[[ίδος]], ἡ, υποκορ. του [[μάχαιρα]], [[ξυράφι]], σε Αριστοφ., Λουκ. | |lsmtext='''μᾰχαιρίς:''' -[[ίδος]], ἡ, υποκορ. του [[μάχαιρα]], [[ξυράφι]], σε Αριστοφ., Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μᾰχαιρίς:''' ίδος (ῐδ) ἡ бритва Arph., Plut., Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:00, 1 January 2019
English (LSJ)
ίδος, ἡ, butcher's
A cleaver, Ar.Eq.412; knife, μικρὰ μ. Plu.Art.19, cf. Luc.Ind.29; dagger, Str.16.4.17; pl., shears, scissors, ὁ κουρεὺς τὰς μ. λαβών Eup.278, cf. Poll.10.140.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰχαιρίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ μάχαιρα, ξυράφιον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 413· μικρὰ μ. Πλουτ. Ἀρτοξ. 19, πρβλ. Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 29· πληθ., ὁ κουρεὺς τὰς μαχαιρίδας λαβὼν Εὔπολ. ἐν «Χρυσῷ γένει» 7.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
rasoir.
Étymologie: μάχαιρα.
Greek Monotonic
μᾰχαιρίς: -ίδος, ἡ, υποκορ. του μάχαιρα, ξυράφι, σε Αριστοφ., Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
μᾰχαιρίς: ίδος (ῐδ) ἡ бритва Arph., Plut., Luc.