Μιθραδάτης: Difference between revisions

From LSJ

Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib

Menander, Monostichoi, 324
(25)
(3)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[Μιθραδάτης]], ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[Μιθριδάτης]].
|mltxt=[[Μιθραδάτης]], ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[Μιθριδάτης]].
}}
{{elru
|elrutext='''Μιθραδάτης:''' ου ὁ v. l. = [[Μιθριδάτης]].
}}
}}

Revision as of 00:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Μιθρᾰδάτης Medium diacritics: Μιθραδάτης Low diacritics: Μιθραδάτης Capitals: ΜΙΘΡΑΔΑΤΗΣ
Transliteration A: Mithradátēs Transliteration B: Mithradatēs Transliteration C: Mithradatis Beta Code: *miqrada/ths

English (LSJ)

[δᾱ], ου, ὁ,

   A Mithradates, PPetr.3pp.170,172 (iii B. C.), OGI345.6 (i B. C.), etc.:—also Μιθριδ-, IG7.303.80 (Oropus, iii B. C.), PStrassb.115.12 (ii B. C.), etc.; Μιθροδ-, PGurob 22.2 (iii B. C.); Μειριδ-, PAvrom. 1 A 29, B31; Μιραδ-, ib.2A12, B17 (i B. C.):— hence Adj. Μιθραδάτειος, α, ον, πόλεμος App.Mith.121; M. φάρμακα ib.111, cf. Gal.14.2; Μιθριδάτειος ἀντίδοτος Dsc.Ther.3; Μιθριδάτιον, τό, dog's-tooth violet, Erythronium Dens canis, Plin.HN25.6.2 (also, = σκόρδιον, ibid., Ps.-Dsc.3.111); Μιθραδατισμός, ὁ, siding with M., Str.13.1.66.

Greek Monolingual

Μιθραδάτης, ὁ (Α)
βλ. Μιθριδάτης.

Russian (Dvoretsky)

Μιθραδάτης: ου ὁ v. l. = Μιθριδάτης.