ναυμαχικός: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
(26)
(3b)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ὁ (Α [[ναυμαχικός]], -ή, -όν) [[ναύμαχος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[ναυμαχία]] ή σε ναυμάχους ή αυτός που [[είναι]] [[χρήσιμος]] σε [[ναυμαχία]].
|mltxt=-ή, -ὁ (Α [[ναυμαχικός]], -ή, -όν) [[ναύμαχος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[ναυμαχία]] ή σε ναυμάχους ή αυτός που [[είναι]] [[χρήσιμος]] σε [[ναυμαχία]].
}}
{{elru
|elrutext='''ναυμᾰχικός:''' относящийся к морским битвам, военно-морской Diod.
}}
}}

Revision as of 00:24, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 231] ή, όν, die Seeschlacht betreffend, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ναυμαχικός: -ή, -όν, ὁ πρὸς ναυμαχίαν χρήσιμος, Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. 68.

Greek Monolingual

-ή, -ὁ (Α ναυμαχικός, -ή, -όν) ναύμαχος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ναυμαχία ή σε ναυμάχους ή αυτός που είναι χρήσιμος σε ναυμαχία.

Russian (Dvoretsky)

ναυμᾰχικός: относящийся к морским битвам, военно-морской Diod.