νομοδείκτης: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νομοδείκτης:''' -ου, ὁ, [[ερμηνευτής]] νόμων, σε Πλούτ. | |lsmtext='''νομοδείκτης:''' -ου, ὁ, [[ερμηνευτής]] νόμων, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νομοδείκτης:''' ου ὁ толкователь законов, законовед Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:32, 1 January 2019
English (LSJ)
ου, Dor. -τας, ὁ,
A one who explains laws, legal adviser, IG5(1).1390.114 (Andania, i B.C.), BSA26.166 (Sparta), IGRom.4.468.19 (Pergam.), Plu.TG9.
Greek (Liddell-Scott)
νομοδείκτης: -ου, ὁ, ὁ ἑρμηνεύων τοὺς νόμους, Πλουτ. Τ. Γράκχ. 9.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui explique les lois, jurisconsulte.
Étymologie: νόμος, δείκνυμι.
Greek Monolingual
νομοδείκτης, δωρ. τ. νομοδείκτας, ὁ (Α)
ερμηνευτής νόμων, νομικός σύμβουλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + δείκτης (< δείκνυμι)].
Greek Monotonic
νομοδείκτης: -ου, ὁ, ερμηνευτής νόμων, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
νομοδείκτης: ου ὁ толкователь законов, законовед Plut.